Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το κουπί

См. также в других словарях:

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • κουπί — το χειροκίνητος ξύλινος μοχλός με τον οποίο κινείται βάρκα ή μικρό σκάφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • κουπιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ., 121 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Τα Κ. βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Μολάων. * * * (I) η [κουπί] 1. κάθε προώθηση …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • δεξιόκωπος — ο κωπηλάτης που χειρίζεται το κουπί στη δεξιά πλευρά τής λέμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + κώπη «κουπί»] …   Dictionary of Greek

  • επήρετμος — ἐπήρετμος, ον (Α) 1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει 2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το η λόγω τής λειτουργίας τού… …   Dictionary of Greek

  • ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • ευήρετμος — εὐήρετμος, ον (Α) 1. ο καλά προσαρμοσμένος στο κουπί («εὐήρετμος σκαλμός», Αισχύλ.) 2. (για πλοίο) αυτός που κωπηλατείται καλά («εὐήρετμος ναῡς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερετ μόν «κουπί» (από την ίδια ρίζα με το ερέτης «κωπηλάτης»). Το η λόγω… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek

  • κωπαίος — α, ο [κώπη] 1. αυτός που ανήκει στο κουπί 2. αυτός που χρησιμεύει ως κουπί («κωπαίο πτερύγιο τών ιχθύων») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»